Ενεργειακό φρενάρισμα η Ελλάδα

Με τον όρο Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας (ΣΗΘ) εννοούμε την ταυτόχρονη παραγωγή χρήσιμης θερμικής ενέργειας και ηλεκτρικής ή/και μηχανικής ενέργειας από την ίδια αρχική ενέργεια, στο πλαίσιο μόνο μίας διεργασίας.

Η ιδέα πίσω από την συμπαραγωγή είναι απλή και έχει ως εξής: καταναλώνοντας κάποιο καύσιμο όπως π.χ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο, βιοαέριο, κινούμε μία ηλεκτρική γεννήτρια η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια, ενώ η θερμότητα που απάγεται από την μηχανή συλλέγεται και χρησιμοποιείται για θέρμανση νερού, αέρα κλπ.

Η Συμπαραγωγή στην Ελλάδα ξεκινά από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν στο Βόλο και ειδικότερα στην κεραμοποιεία Τσαλαπάτα εγκαταστάθηκε, από Βέλγους μηχανικούς, σύστημα Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας για τις ανάγκες της, που λειτούργησε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 70.

Σε ευρύτερη κλίμακα, οι πρώτες μονάδες Συμπαραγωγής εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Σήμερα, λειτουργούν μονάδες Συμπαραγωγής σε βιομηχανίες ζάχαρης και χάρτου, διυλιστήρια πετρελαίου, κλωστοϋφαντουργίες, κ.λπ.

Επίσης, ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες της ΔΕΗ έχουν τροποποιηθεί κατάλληλα, ώστε να καλύπτουν τις θερμικές ανάγκες αστικών περιοχών με τα δίκτυα τηλεθέρμανσης, όπως τα δίκτυα της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας, του Αμυνταίου και της Μεγαλόπολης.

Αναλύοντας τα στοιχεία των εγκαταστάσεων μέχρι σήμερα φαίνεται ότι από το 1990 και μετά έχουμε κάνει βήματα βελτιώσεων στις εγκαταστάσεις ΣΗΘ στις ελληνικές βιομηχανίες. Η βελτίωση δεν ήταν μόνον ποιοτική αλλά και ποσοτική (αύξηση εγκατεστημένης ισχύος) σε επίπεδο βιομηχανίας.

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η άφιξη του φυσικού αερίου στην Ελλάδα και οι δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία της Συμπαραγωγής, οδήγησαν στη δραστηριοποίηση ενός σημαντικού αριθμού εταιρειών ή οργανισμών, με στόχους την ενημέρωση του επιχειρηματικού κόσμου, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για τη μελέτη και κατασκευή εγκαταστάσεων συμπαραγωγής με το “κλειδί στο χέρι“, τη συντήρηση, λειτουργία και εκμετάλλευση εγκαταστάσεων συμπαραγωγής.

Αν και αρκετές νέες εγκαταστάσεις κατασκευάσθηκαν την τελευταία δεκαετία, παίρνοντας μάλιστα χρηματοδότηση από τα υπάρχοντα επενδυτικά προγράμματα, πολλές από τις εγκαταστάσεις ΣΗΘ με φυσικό αέριο έχουν βγει εκτός λειτουργίας.

Αυτό οφείλεται στη σχετικά υψηλή τιμή αγοράς του φυσικού αερίου και τη χαμηλή τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας, όπου οι δύο αυτές παράμετροι παίζουν καθοριστικό ρόλο για την βιωσιμότητα επενδύσεων ΣΗΘ.

Γενικά η αγορά της Συμπαραγωγής μέχρι και σήμερα, παρ’ όλα τα θετικά βήματα που έγιναν από το ΥΠΑΝ παραμένει δύσπιστη και σε κατάσταση αναμονής, γιατί έχει συναντήσει έναν αριθμό εμποδίων:

  • Αύξηση των τιμών του πετρελαίου και κατά συνέπεια του φυσικού αερίου που λειτουργεί εις βάρος της ΣΗΘ.
  • Δυσκολία στον προσδιορισμό των βασικών μεγεθών για οικονομικοτεχνικές αναλύσεις στον ενεργειακό τομέα.
  • Έλλειψη ανταγωνιστικής τιμολογιακής πολιτικής για Συμπαραγωγή στον τριτογενή τομέα.
  • Έλλειψη ανταγωνιστικής τιμολογιακής πολιτικής για Συμπαραγωγή στον βιομηχανικό τομέα.
  • Δυσκολίες για την περαιτέρω ανάπτυξη του δικτύου διανομής φυσικού αερίου.
  • Αδυναμία της ΔΕΠΑ για την τήρηση του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος για τη σύνδεση μεγάλων βιομηχανιών.
  • Έλλειψη εμπειρίας στην ενεργειακή διαχείριση και αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων.

Σαν συνέπεια των παραπάνω, η συμμετοχή της ΣΗΘ στην παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια σήμερα είναι της τάξης του 2% και στην εγκατεστημένη ισχύ είναι επίσης της τάξης του 2%, σε αντίθεση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου 11 χώρες παράγουν πάνω από το 20% της ηλεκτρικής τους ενέργειας από ΣΗΘ και 4 χώρες πάνω από 50%.

Ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι γύρω στο 10%. Από τη συμπαραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια το 40% παράγεται από καύση φυσικού αερίου, το 19% από καύση άνθρακα και το 10% από ΑΠΕ.

Νομίζω ότι η Πολιτεία πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην επέκταση και ανάπτυξη των συστημάτων ΣΗΘ σε όλα τα ενεργοβόρα κτήρια του τριτογενούς τομέα (βιομηχανίες, νοσοκομεία, κλπ), να δώσει φορολογικά κίνητρα, να απλοποιήσει τις διαδικασίες αδειοδότησης και να ενθαρρύνει τους επενδυτές και τους ιδιοκτήτες των μεγάλων κτιριακών μονάδων προς αυτήν την κατεύθυνση.

* Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης είναι Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός – Ενεργειaκός Επιθεωρητής.