Η ενεργειακή φτώχεια είναι μια κατάσταση του νοικοκυριού όπου θα πρέπει να πληρώνει περισσότερο από το 10% του εισοδήματός του για να έχει στο σπίτι του ένα αποδεκτό επίπεδο θερμικής άνεσης. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει όλες τις υπηρεσίες ενέργειας (π.χ. θέρμανση, ζεστό νερό χρήσης, φωτισμό, κλπ.).
Με άλλα λόγια η ενεργειακή φτώχεια συνδέεται με την κατάσταση όπου κάποιο νοικοκυριό δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες σε θέρμανση, ψύξη, φωτισμό κλπ ώστε να μην διακινδυνεύει η υγεία του.
Τα περισσότερα κτίρια της χώρας από απόψεως θερμικής θωράκισης υπολείπονται κατά πολύ από τον μέσο όρο των κρατών – μελών της Ε.Ε. Πάνω από το 70% των κτηρίων της χώρας είναι θερμικά αμμόνωτα, χρησιμοποιούν συστήματα θέρμανσης και ψύξης πεπαλαιωμένης τεχνολογίας, είναι ασυντήρητα και έχουν πολύ χαμηλούς βαθμούς απόδοσης.
Οι τρεις παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της ενεργειακής φτώχειας είναι: το χαμηλό εισόδημα, η ελλιπής ενεργειακή θωράκιση του κτηρίου και το υψηλό κόστος ενέργειας.
Η μέση ενεργειακή κατανάλωση των κτιρίων της Αθήνας φτάνει 29 κιλοβατώρες το χρόνο ανά κυβικό. Στη Δανίαανέρχεται σε 13 κιλοβατώρες το χρόνο ανά κυβικό, στη Γερμανία σε 21 κιλοβατώρες το χρόνο ανά κυβικό, ενώ στην Ολλανδία σε 20 κιλοβατώρες το χρόνο ανά κυβικό.
Έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει ένας συντελεστής εποχικής μεταβλητότητας της θνησιμότητας της τάξης του 18% για την περασμένη δεκαετία, που σημαίνει ότι η θνησιμότητα τους χειμερινούς μήνες αυξήθηκε κατά 18% πάνω από τη μέση ετήσια θνησιμότητα.
Από την έρευνα θα περίμενε κάποιος ότι η Φινλανδία που έχει χειρότερες καιρικές συνθήκες θα έπρεπε να είχε μεγαλύτερο συντελεστή από την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ίσως ότι τα σπίτια στην Φινλανδία είναι ενεργειακά αποδοτικά. Οι θάνατοι αυτοί που οφείλονται στην έλλειψη κατάλληλης θέρμανσης, ίσως είναι οι μόνοι που μπορούν να αποφευχθούν. Μήπως το γεγονός αυτό μπορεί να λειτουργήσει επιτέλους ως ένας δείκτης της ποιότητας των αξιών μας;
Υπάρχουν συνέργειες μεταξύ των τριών παραγόντων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Ένα νοικοκυριό που βρίσκεται σε κατάσταση ενεργειακής φτώχειας, αυξανόμενης της τιμής του πετρελαίου αναγκάζεται να μειώσει την κατανάλωση πετρελαίου, οπότε θεωρητικά παράγουν μικρότερες εκπομπές CO2.
Τι όμως συμβαίνει στη χώρα μας; Αυξανόμενης της τιμής του πετρελαίου, αντί να μειωθούν οι εκπομπές αερίων αυξήθηκαν, όχι με την κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης αλλά με την κατανάλωση καυσόξυλων.
Αν και στις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες η έλλειψη και η αδυναμία πρόσβασης στις αναγκαίες ποσότητες ενέργειας που είναι απαραίτητες για αξιοπρεπή διαβίωση πλήττει πολλές εκατοντάδες εκατομμυρίων συνανθρώπων μας, πρόσφατα η αδυναμία εξασφάλισης των απαραίτητων ποσοτήτων θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας στις κατοικίες έχει αρχίσει να επηρεάζει σημαντικό αριθμό νοικοκυριών και στις ανεπτυγμένες χώρες μεταξύ των οποίων και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 54 εκατομμύρια άτομα που αντιστοιχούν στο 11% του ευρωπαϊκού πληθυσμού πλήττονται από ενεργειακή φτώχεια. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου η πολυετής έντονη οικονομική κρίση έχει ωθήσει σημαντικό μέρος του πληθυσμού να ζει στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχειας το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας επηρεάζει όλο και περισσότερους συμπολίτες μας.
Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια πολλές πολυκατοικίες στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιούν το υπάρχον σύστημα κεντρικής θέρμανσής τους τον χειμώνα λόγω αδυναμίας προμήθειας των απαραίτητων ποσοτήτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Άλλοι επιλέγουν τη χρήση φθηνότερων καυσίμων όπως το ξύλο και τα προϊόντα του και εγκαθιστούν στο διαμέρισμά τους ατομικά συστήματα θέρμανσης όπως τζάκια ή σόμπες. Το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας παρατηρείται σήμερα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., αλλά με μεγαλύτερη ένταση στις χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης.
Η αύξηση των τιμών της ενέργειας πολλές φορές πάνω από τα όρια του πληθωρισμού δυσκολεύει την αγορά της από πολλούς καταναλωτές. Σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου οι τιμές της ενέργειας επιβαρύνονται με πολλούς φόρους, η περιοδική μείωση της τιμής της πρωτογενούς ενέργειας (όπως σήμερα όπου η τιμή του πετρελαίου βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα) δεν αντικατοπτρίζεται επακριβώς στις τελικές τιμές της και συνεπώς δεν ανακουφίζονται ανάλογα οι καταναλωτές.
Η οικονομική στασιμότητα και ύφεση σε πολλές χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και της δικιάς μας, μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και δυσκολεύει την αγορά των απαραίτητων ποσοτήτων ενέργειας. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου τα τελευταία 5-6 χρόνια η παρατηρούμενη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος είναι της τάξης του 25-30%οι καταναλωτικές προτεραιότητες των πολιτών αλλάζουν δραματικά.
Τι προτείνω:
- Αύξηση του επιδόματος θέρμανσης και διεύρυνσή του σε περισσότερα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.
- Επανεργοποίηση του προγράμματος εξοικονομώ κατ’ οίκον μέσω του ΕΣΠΑ 2015-2020 με όρους και προϋποθέσεις φιλικές προς τον πολίτη, χαμηλότερα επιτόκια τραπεζικού δανεισμού, μικρότερα ανώτατα ποσά επιλέξιμης δαπάνης για τις ενεργειακές επεμβάσεις του ακινήτου, ώστε η πίτα να μοιραστεί σε περισσότερους πολίτες, μικρότερη γραφειοκρατία για εγκρίσεις αλλά με επιβολή αυστηρότερων ελέγχων για την μη εφαρμογή των εγκεκριμένων ενεργειακών παρεμβάσεων.
- Διαφημιστική εκστρατεία του ΥΠΕΚΑ προς τους πολίτες για τρόπους εξοικονόμησης ενέργειας με την συμβολή της κοινότητας των ενεργειακών επιθεωρητών της χώρας.
- Απομείωση με αναλογικό συντελεστή του φόρου ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) σε δαπάνες που έχουν καταβληθεί από τον πολίτη για ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου του.
- Επιδότηση αλλαγής πηγής καυσίμου για το σύστημα θέρμανσης με προτεραιότητα στην αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης με πετρέλαιο με αντλίες θερμότητας υψηλού βαθμού απόδοσης ή συστημάτων με φυσικό αέριο.
- Απομείωση του ΦΠΑ σε υλικά υψηλής ενεργειακής ποιότητας που ενσωματώνονται στο κέλυφος του κτηρίου, ειδικά στα αμμόνωτα κτήρια.
Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης είναι Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός – Μέλος του Πανελλήνιου Συλλόγου Πιστοποιημένων Ενεργειακών Επιθεωρητών.
Πηγές: κ. Γιάννης Βουρδουμπάς- καθηγητής στα ΤΕΙ Κρήτης.
Κ. Επαμεινώνδας Πανάς- καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών